παροικίᾳ

παροικίᾳ
παροικίαι , παροικία
sojourning
fem nom/voc pl
παροικίᾱͅ , παροικία
sojourning
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παροικία — παροικίᾱ , παροικία sojourning fem nom/voc/acc dual παροικίᾱ , παροικία sojourning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροικία — ή, ΝΜΑ [πάροικος] νεοελλ. σύνολο, κοινότητα ομοεθνών που κατοικούν σε μια ξένη πόλη ή χώρα («η ελληνική παροικία τού Λονδίνου») μσν. 1. η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική κοινότητα σε μια πόλη («παροικία Αντιοχείας», Ευσ.) 2. η εκκλησιαστική… …   Dictionary of Greek

  • παροικία — η σύνολο ομοεθνών που κατοικούν σε ξένη πόλη: Η ελληνική παροικία της Ν. Υόρκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροικίας — παροικίᾱς , παροικία sojourning fem acc pl παροικίᾱς , παροικία sojourning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροικίαι — παροικία sojourning fem nom/voc pl παροικίᾱͅ , παροικία sojourning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροικίαν — παροικίᾱν , παροικία sojourning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροικιῶν — παροικία sojourning fem gen pl παροικίζω place near fut part act masc nom sg (attic epic doric) παροικίζω place near fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροικίαις — παροικία sojourning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • PAROCHIAE — de harum origine Anastasius dieit, Fabianum Pontific. 21. per Regiones Romam divisisse Diaconis, Et Luitprandus: Fabianus 7. Diaconos in urbe Roma in 7. Regiones ipsius urbis divisit. Dionysius autem. Presbyteris Ecclesias divisit et Coemiteria,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”